- ανθυποφορά
- Ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο ρήτορας κάνει ερωτήσεις, προβάλλει απορίες κλπ., που κατά τη γνώμη του έχουν οι ακροατές του και απαντά αμέσως ο ίδιος σε αυτές. Παράδειγμα α. αποτελούν οι γνωστοί δημοτικοί στίχοι: «Τι είν’ ο αχός π’ ακούγεται κι οι ντουφεκιές που πέφτουν; / μην ο Καλύβας έρχεται; μην o Λεβεντογιάννης; / Μηδ’ ο Καλύβας έρχεται, μηδ’ ο Λεβεντογιάννης. / Ο Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες». Όταν οι ερωταπαντήσεις αυτές είναι εύστοχες, o ρήτορας υποβάλλει κατάλληλα το ακροατήριο, ενώ ο λόγος αποκτά ιδιαίτερη δύναμη και ζωντάνια.
* * *η (Α ἀνθυποφορά)(Ρη τορ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο ο ρήτορας δίνει απαντήσεις σε απορίες ή ενστάσεις που θα μπορούσαν να υποβληθούν από τους ακροατές ή τους αντιδίκους τουαρχ.1. απάντηση2. αντίρρηση.
Dictionary of Greek. 2013.